- μοναρχια
- μοναρχίαμον-αρχίαион. μουναρχίη ἥ1) единодержавие, единовластие, монархия
(λαβεὴν χώρας μοναρχίαν Soph.)
2) верховная власть, единоначалие(τοῦ στρατηγοῦ Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(λαβεὴν χώρας μοναρχίαν Soph.)
(τοῦ στρατηγοῦ Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μοναρχία — μοναρχίᾱ , μοναρχία monarchy fem nom/voc/acc dual μοναρχίᾱ , μοναρχία monarchy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχία — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… … Dictionary of Greek
μοναρχία — η 1. η εξουσία που ασκείται από το μονάρχη: Κληρονόμησε τη μοναρχία χωρίς να είναι ο νόμιμος διάδοχος. 2. το πολίτευμα που έχει ανώτατο άρχοντα μονάρχη: Σε αρκετές χώρες υπάρχουν ακόμα μοναρχίες. 3. το κράτος το πολίτευμα του οποίου είναι η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοναρχίᾳ — μοναρχίαι , μοναρχία monarchy fem nom/voc pl μοναρχίᾱͅ , μοναρχία monarchy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μονάρχια — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… … Dictionary of Greek
μοναρχίας — μοναρχίᾱς , μοναρχία monarchy fem acc pl μοναρχίᾱς , μοναρχία monarchy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχίαι — μοναρχία monarchy fem nom/voc pl μοναρχίᾱͅ , μοναρχία monarchy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχίαν — μοναρχίᾱν , μοναρχία monarchy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
МОНАРХИЯ — • Μοναρχία, см. Πολιτεία, Правления формы, 2 сл … Реальный словарь классических древностей
μοναρχιῶν — μοναρχία monarchy fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχίαις — μοναρχία monarchy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)